- προσφωνητικός
- -ή, -όν, ΜΑ [προσφωνῶ]προσφωνηματικός*.επίρρ...προσφωνητικῶς ΜΑμε τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφωνητικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῶν — προσφωνητικός fem gen pl προσφωνητικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικόν — προσφωνητικός masc acc sg προσφωνητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικαῖς — προσφωνητικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοῖς — προσφωνητικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοί — προσφωνητικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικοῦ — προσφωνητικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῆς — προσφωνητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῶς — προσφωνητικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφωνητικῷ — προσφωνητικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)